- ἐπιδελεάζομαι
- ἐπιδελεάζομαι, in [tense] pf. part. [voice] Pass.,A to be put on as a bait, D.S.1.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιδελεάζομαι — ἐπιδελεάζομαι (Α) τοποθετούμαι ως δόλωμα («ἀγκίστροις, ἔχουσιν ἐπιδεδελεασμένας ὑείας σάρκας», Διόδ. Σικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δελεάζομαι (< δέλεαρ)] … Dictionary of Greek